Φαντάζομαι πόσο μακρύς θα σου φαίνεται ο δρόμος.
-Βρε το μάκρος δεν είν’ τίποτα, το φάρδος είναι που με σκοτώνει.
-Μπα !
Μόλις καθίσω, πριν να ρουφήσω, στους διπλανούς βάζω αυτί
κι απ’ όσα λένε, λέω καημένε, Ρωμιοί μωρέ δεν είν’ αυτοί.
Κι από τις γλύκες και τις Μαρίκες, τα ζε βουζεμέ και μερσί
τις Γαλλικούρες και κάτι μούρες, γίνεται ξύδι το κρασί.
Μόν' ο Ρωμιός, είναι Θεός, αυτός μονάχα είναι μάνα στο μεθύσι,
όσο κι αν πιει, μέχρι στουπί και στη σαλάτα θα σκορπάει τα γυαλικά,
θα ξαναπιεί, θα τραγουδήσει, μα δε σκοτώνει όμως και τα Γαλλικά.
Σαν το ρουφάω, βρε δε βαστάω, να βλέπω δίπλα στον μεζέ,
κάτι ζευγάρια, βρε τα ζαγάρια, πόδι με πόδι αγκαζέ.
Τότε κοιτιέμαι και συλλογιέμαι, μετά κλαυθμών και στεναγμών,
μήπως και κάνουν, που να πεθάνουν, ανταλλαγή των πληθυσμών.
Μόν' ο Ρωμιός, είναι Θεός, αυτός μονάχα είναι μάνα στο μεθύσι,
όσο κι αν πιεί, μέχρι στουπί και στη σαλάτα θα σκορπάει τα γυαλικά,
θα ξαναπιεί, θα τραγουδήσει, μα δε σκοτώνει όμως και τα Γαλλικά.