Είσι’ έναν γάδαρο μιτσή
κουκλίν, σγουρτίν, αμμά ροτσίν
τζι ετάναν του παπά του
μα αλλού 'σιεν τα μυαλά του
Ριρίκκον τον λαλούν
Ερέσσαν πο 'ναν μαχαλά
άξιππα ακούει έναν χαβά
τον Ρούτοφ το ελάφι
με μούττην που γρουσάφι
Ριρίκκον τον λαλούν
Εζήλεψεν τζι εχτίτζιασε
τζιαι το στρατούριν πέταξε
να 'βρει στην πόλη πάει
τον Αϊ-Βασίλην Άι
Στη στράταν του σαν προχωρεί
θωρεί μέσ’ σ’ ένα μαχαζί
τον Αϊ-Βασίλην Άι
μια σκάλα να βαστάει
Ριρίκκον τον λαλούν
Φορτώνεται τον τζιαι τραβά
να τον χουμίσει του παπά
να παίξει το λαούτο
πως έφαεν τον Ρούτοφ
Ριρίκκον τον λαλούν
Μα πριν καλά να φτάσουσιν
μαζί να το γιορτάσουσιν
ετρύπησεν ο Άις
ο Αϊ-Βασίλης Άις.