Στα μέρη που μεγάλωσα, μένουν πακιστανοί,
κι αυτοί για μεροκάματο, δουλεύουν `δω και `κει.
Σε βενζινάδικα σταθμούς μέσα σε χώρους μυστικούς,
φθηνοί εργάτες του χεριού για τις δουλειές του ποδαριού.
Στα μέρη που μεγάλωσα γνωστούς δεν βλέπω πια,
κι εκείνοι που δε χάθηκαν γυρνούν σαν ξωτικά.
Μέσα στης πόλης τη βουή φίλος παλιός που να βρεθεί,
οι μόνοι φίλοι τώρα πια μαύροι κι αδέσποτα σκυλιά.
Κι αναπολώντας τα παλιά, τρέχουν τα δάκρυα καυτά,
χίλια ξυράφια στην πληγή να’ σαι ένα αδέσποτο σκυλί.
Στα μέρη που μεγάλωσα, θα δεις τις Κυριακές,
κάτι μπουλούκια βιαστικά κι ανάκατες φυλές.
Δεν έχει γλώσσα η μοναξιά, περιπλανιέται για καλά,
Κι άλλοτε πόλη του φωτός, μαύρα σκοτάδια δυστυχώς.
Στα μέρη που μεγάλωσα, νιώθω δικούς μου εδώ,
Ρώσους Ποντίους Πολωνούς και Αιγύπτιους σωρό.
Οι άλλοι που θρονιάστικαν, ποτέ τους δε μ’ αγάπησαν,
και οι μόνοι φίλοι τώρα πια, μαύροι κι αδέσποτα σκυλιά.
Κι αναπολώντας τα παλιά, τρέχουν τα δάκρυα καυτά,
χίλια ξυράφια στην πληγή να’ σαι ένα αδέσποτο σκυλί.
Κι αναπολώντας τα παλιά, τρέχουν τα δάκρυα καυτά,
χίλια ξυράφια στην πληγή να’ σαι ένα αδέσποτο σκυλί.