Οι φόβοι του πρίγκηπα - Οι φόβοι του πρίγκηπα Тексты
Ήταν ένας γέρος, γιος την χαραυγής
μισούσε το φεγγάρι, κοιμόταν καταγής.
Δίας σωστός στα νιάτα του, της μοίρας βασιλιάς,
το κύμα δεν τον φόβιζε της φουσκοθαλασσιάς.
Τα αγριεμένα νιάτα του τον κάναν αρχηγό
και τον εχθρό του έκανε να φεύγει σαν λαγό.
Ολόχρυσα παλάτια του χάρισαν θνητοί
και μια γλυκιά πριγκίπισσα για να την παντρευτεί.
Κάποια μέρα που `βρεχε, έβρεχε πολύ
γύρισε το βλέμμα του προς την ανατολή.
Είδε ένα γέροντα να `ρχεται σκυφτός,
φωτιά βγάζαν τα μάτια του και δείχνει κυνικός.
Πρόσεχε του λέει, το λογικό μην χάσεις
για το χρυσάφι που θαρρείς στα χέρια πως θα πιάσεις.
Κόπο και αξία για να το αποκτήσεις
θέλει και σοφό σκοπό μαζί να τραγουδήσεις.
Ποιος είσαι και τι θέλεις, ο πρίγκηπας ρωτά
τα πλούτη όλα έχω, τι να τα κάνω αυτά;
Οι φόβοι σου είμαι, λέει του γέροντα η φωνή
και θα σε καταριέμαι γι’ ατέλειωτη ζωή.
Από τότε ο πρίγκηπας δε γέλασε ξανά
και τα παιδιά που άγγιζε πεθαίναν νεογνά
και γέρασε μονάχος του στο σάπιο το παλάτι
αφού η μοίρα του `κλεψε της ζωής τ `αλάτι.