Έρχονται κάτι πρωινά τις Κυριακές,
που `ναι χειρότερο και από βράδια Σαββάτου,
στο άδειο σπίτι δε μυρίζει ο καφές,
και προσποιούμαι τον αδιάφορο μα άκου..
Για να είμαι ειλικρινής, δε σε ξεπέρασα
για να είμαι ειλικρινής, στην τρέλα έφτασα
για να μείνω ζωντανός, προσποιούμαι συνεχώς
μάρτυρας μου τι περνάω, ο Θεός.
Θα `ρθουνε καλοκαίρια σαν φωτιά,
κάτι χειμώνες σαν παγόβουνα μπροστά μου,
λες και υπάρχεις μες στο χώρο σε κοιτώ,
ρωτώ άν είσαι κάπου εδώ για να σ’ αγγίξω.