Να κόβεις βόλτες σε είδα πάλι στο δρόμο εκεί των ανωμάλων
το δράμα σου βουβά να βιώνεις μακριά απ’ τα χάχανα των άλλων.
Έκανες τάχα πως δεν μ’ είδες έριξες το κεφάλι κάτω
χίλιες φορές θα προτιμούσες να 'σουν στης θάλασσας τον πάτο.
Στους λαϊκούς τους σινεμάδες που πήζουν απ’ τη φανταρία
μες στα σκοτάδια παζαρεύεις τη προαιώνια αμαρτία.
Της κοινωνίας αποπαίδι, μίασμα, πρόκληση, λαθραίος
της ηθικής μας που τρεκλίζει τράγος αποδιοπομπαίος.
Οι περιφρουρητές του ήθους της καθαρότητας θιασώτες
υποκρισίας φαρισαίοι του καθωσπρεπισμού στρατιώτες.
Πίσω από δόγματα κρυμμένοι άγραφους και γραμμένους νόμους
θα προστατεύουν την τιμή τους με δικαστές και μ’ αστυνόμους.
Στο Τμήμα Ηθών σε βρήκα πάλι και στην Ασφάλεια ως τη φέξη
κι ένας Χριστoύλης σταυρωμένος θαρρούσα πως θα σε χαϊδέψει.
Καθώς μονολογούσες πήρε τ’ αυτί μου το παράπονό σου
ν’ απαγορεύουν το κορμί σου να το ορίζεις για δικό σου.