Νίκος Μωραϊτόπουλος - Εφιάλτες του `46 Тексты

Για βάλε αυτί ν’ ακούσεις μάνα μια αλλόκοτη ιστορία
που είδα στον ύπνο αποβραδίς για κάποια πολιτεία.
Θούρια κι εμβατήρια γλυκά τη νανουρίζαν
και σε μια νάρκωση εθνική βαθιά την εβυθίζαν.
Γιε μου δεν είναι τίποτα
και γύρνα από την άλλη
και μην το πολυσκέφτεσαι
και σπάζεις το κεφάλι.
Κι η πόλη σκίστηκε στα δυο στο πέρασμα του χρόνου
θύμα και θύτης μιας φρικτής ισορροπίας τρόμου.
Στα καλντερίμια τα στενά ο χάρος τριγυρνούσε
και πίσω απ’ το Γεντί-Κουλέ στολή χακί φορούσε.
Γιέ μου αυτό σου τ’ όνειρο
παίρνει και με τρομάζει
κι όσο το σκέφτομαι η φτωχή
σαν φίδι μ’ αγκαλιάζει.
Μέσα στα δικαστήρια σκότωνανε το νόμο
το αίμα έτρεχε πηχτό στις σκάλες και στο δρόμο.
Κι είχαν οι εθνοσωτήρες για βοηθούς
δοξαπατρίδες και γραμματικούς
κι όλοι τραυλίζαν για όσια κι ιερά,
για νέους Παρθενώνες, παρόμοια κι ηχηρά.
Γιε μου πως έτσι άλλαξες
και δε σ’ αναγνωρίζω
κι όσο μακραίνουν οι καιροί
νιώθω πως δε σ’ ορίζω.
Μάνα μου έχεις δει κι εσύ αυτή την πολιτεία
που κάποτε απ’ το χέρι την κρατούσε η ιστορία.
Τώρα κρύβει τη γύμνια της μια ματωμένη χλαίνη
κοιτάζει μέσα της και κλαίει, κλείνει τα μάτια και σωπαίνει.
Ο φόβος τρώει τα σωθικά
παιδί μου αλλοπαρμένο
τα χρόνια της υπομονής
μ’ έμαθαν να σωπαίνω.
Μόνη νιώθω σαν νούμερο σ’ ένα λογαριασμό
που άλλοι τον σκαρώσανε χωρίς να ρωτηθώ.
Μα αν πρέπει μες στην πρόσθεση να μπω και να χαθώ
τα μάτια μου ορθάνοιχτα με πείσμα θα κρατώ.
Этот текст прочитали 117 раз.