Σε ένα μπαλκονάκι που έβλεπε στο τίποτα
μεγάλωσα παιδάκι
Μικρό ποδηλατάκι το πήγαινα
και το ’ φερνα σε ένα τετραγωνάκι
Τα όνειρα στριμώχτηκαν σε ένα δωματιάκι
που όλο σουτ και σουτ
γιατί το κρεβατάκι μου το χώριζε τοιχάκι
Το χώριζε τοιχάκι με του δίπλα του ανάποδου
το μέσα σαλονάκι
Και στα βιβλία διάβαζα για τις επαναστάσεις
και για τα παιδιά των λουλουδιών και για τις αντιστάσεις
Κι εγώ ακάλυπτο έβλεπα και λεωφορείων στάσεις
Κι όταν μια μέρα έχασε η ομάδα μου δυο φάσεις
και αφού το γκολ δεν έβαλε σε δύο παρατάσεις
το μπαλκονάκι έκαψα και το ποδηλατάκι
και ένα αυτοκίνητο έσπασα, του γείτονα του ανώμαλου
που πήγε και κοτσάρισε το κωλοσαλονάκι
δίπλα στο κρεβάτι μου μικρό μου κρεβατάκι
Και έτσι τα όνειρα μου εγώ τα πρωτοσκέφτηκα
και τα σιγοψιθύρισα κάτω απ’ το σεντονάκι
Δεν είμαστε παιδιά των λουλουδιών
Είμαστε εκείνα τα χλωμά, τα χλωμά παιδιά των μπαλκονιών
που όσα και να κάψουμε, ποτέ δε θα ξεθάψουμε
το μέλλον που το φάγανε οι γέροι στο παρόν!