Μες στους βυθούς των τσιμεντένιων θαλασσών
κάτω απ’ τις στάχτες των καμμένων των δασών
κάποια καρδιά σε συλλογιέται και πονά
και στα πηγάδια των δακρύων ξεδιψά.
Νύχτα βαριά, μοιάζει τσιγάρο σέρτικο
μια χαραυγή σαν μοιρολόι Κέλτικο
λείπεις και έχει μαραγκιάσει μια ψυχή
κι οι πόθοι της είναι σαν δέντρα δίχως γη.
Στων ελαιώνων τις ασημοθάλασσες
και στα σοκάκια που περνούν οι άμαξες
δυο σκονισμένα μάτια άσκοπα κυλούν
και τα σβησμένα ίχνη σου ψάχνουν να βρουν.