Απ΄ το μεσαίο το κατάρτι ήρθε πρώτα
του γέρο-ναύκληρου που χρόνια δεν κοιτάει
μπάσα φωνή και την καρδιά μου διαπερνάει
"στο Σαν Χουαν αχνά φανήκανε τα φώτα".
Αδημονούσα όταν στρίψαμε στη Μόνα
για Πόρτο Ρίκο κατευθείαν όλα πρίμα
μα το παλιό μου με βασάνιζε το κρίμα
που σ΄είχ΄ αφήσει τότε μέσα στο χειμώνα.
Όλα τα χρόνια μου περάσαν τόσο κρύα
Σάντο Ντομίνγκο, Σαλβαντόρ και Σαν Φερνάντο,
ανέμοι ατίθασοι, τους έκανα κουμάντο
μα της καρδιάς μου είχα χάσει την πορεία.
Το Σαν Χουαν έγινε φλόγα που μ΄ ανάβει
και τρέχω γρήγορα στ΄ανήλιαγα δρομάκια
ώσπου να φτάσω τα λευκά σου τα χεράκια
να ξεδιψάσουν χρόνια μαύρα στο καράβι.
Όμως δεν βρίσκω πουθενά την ύπαρξή σου
μου είπαν άστρο πως εγίνηκες μια μέρα,
τώρα στο κάστρο του Ελ Μόρο λίγο πέρα
είναι θαμένο πια για πάντα το κορμί σου.
Έχω σαλπάρει, πλησιάζω Κουρασάο,
γλυκιά βραδιά κι όλο κοιτάζω προς τα πάνω,
θα σε ξανάβρω αγαπημένη όταν πεθάνω
μα μέχρι τότε δεν θα πάψω να πονάω.