Από το Μαίναλο στο Χελμό
κι από την Πίνδο μέχρι την Ίδη,
είδα τα δέντρα και τα πουλιά
με τη σοφία και την ειρήνη.
Τις Ελληνίδες οροσειρές
μ’ όλα τα δέντρα τους ανθισμένα,
ντυμμένες χρώματα πορφυρά,
ίδιες μ’ εμένα και μ’ εσένα.
Φέραν ακμή στην παρακμή,
μέσ’ στην ποδιά τους είχαν μια σκήτη,
δώσαν στην πέτρα τη λευκή,
την Αθηνά και την Αφροδίτη,
την Αθηνά και την Αφροδίτη.
Κάθε λογής, δώσαν, καρπούς,
φέραν το μέλι σε κάθε σπίτι
κι ας τις πουλάνε για μια δραχμή,
στα πανηγύρια, κάθε Τρίτη.
Οι Ελληνίδες οροσειρές,
στις συμφορές, στους παγετώνες,
διάβαζαν τ’ άστρα τ’ ουρανού,
αγέρωχες μέσ’ στους αιώνες.
Κρύψαν ονόματα ιερά,
τη μυθική μας ιστορία,
την Αντιγόνη, τη Ζωή,
την Αρετή κι Ελευθερία,
την Αρετή κι Ελευθερία.
Όρθιες, στο ύψος της στιγμής,
λάμψαν τη νύχτα σαν τις λαμπάδες,
'χάσαν παιδιά στις πυρκαγιές
οι Ελληνίδες οροσειρές.
Σου κόβεται η αναπνοή
σαν αντικρίζεις τις Ελληνίδες,
ατίθασες και σοβαρές
κι ας κάνεις ότι δεν τις είδες,
κι ας κάνεις ότι δεν τις είδες.
Οι Ελληνίδες οροσειρές
έχουν τα φώτα τους αναμμένα,
έχουνε σώμα και καρδιά,
μοιάζουν μ’ εσένα και μ’ εμένα,
μ’ εσένα, μ’ εμένα.