Νεκτάριος Θεοδώρου - Ο εμποράκος Тексты

Εκεί στην πλατεία, καρφωμένος γυρνώ.
Δεν ξέρω που πατάω και που να σταθώ.
Είναι όμορφα.
Είναι όμορφα!
Είναι όμορφα εκεί ψηλά!
Τα μάτια μου λίγο κόκκινα.
Δεν πειράζει, μωρέ.
Δε βαριέσαι!

Περπατούσα πάνω – κάτω. Είναι βράδυ κι έχω στεγνώσει.
Κι ένας τυπάκος με γένια, μου δίνει αυτό για να μου περάσει.
Ρε φίλε μου καλή σου τύχη και καλό σου ταξίδι.
Να ξέρεις όμως... μονάχος θα είσαι πάντα.
Μου το ‘χε πει ρε γαμώτο!

Περνούσανε οι μέρες και τον έβλεπα να ψιλοχάνεται.
Αλλά περνούσαν και οι νύχτες κι εγώ κρύωνα, κρύωνα συνέχεια.
Στην τηλεόραση ένα βράδυ, λέει “τον βρήκανε σημαδεμένο”!!!
Ήταν εντάξει όμως ρε φίλε κι εγώ... δεν έχω τίποτα.
Τίποτα πια.

Μου ‘χε δώσει όμως θυμάμαι, κάτι μικρό, κάτι ωραίο.
Πως μου το ‘πε να δεις; Ένα μολύβι. Ένα κόκκινο μολυβάκι.
Να ζωγραφίζω μου ‘χε πει, κάτι που έχασε, κάτι που έχασα.
Αυτό που το ‘χουν βαφτίσει οι παλιάτσοι ζωή.
Этот текст прочитали 334 раз.