Και τώρα, πρέπει να βρω δυο λόγια να σου πω.
Τις βρήκα έτοιμες τις λέξεις. Δεν έφτιαξα καμία μόνη μου. Αυτό είναι άδικο για σένα. Θέλω να βρω κάτι που να είναι μόνο για σένα. Να μην χωράνε μέσα τόσοι και τόσοι. Δεν ήσουνα σαν τόσους και τόσους.
Δε θέλω να σε ντύσω με φορεμένα ρούχα. Φθαρμένους αγκώνες και γόνατα, θα΄ναι σαν να σε ντύνω με λυγίσματα, σαν να προδίδω πως εγώ τουλάχιστον σε είχα δει να κλαις. Γιατί να τους το πω; Θα καίγονται να μάθουν πως ήσουν ίδιος με κείνους, πως δεν ήσουν δα και κάτι διαφορετικό. Δε θα τους αφήσω να σε θυμούνται στα μέτρα τους. Αν δεν πονάνε κάθε φορά, αν δεν τους σκοτώνει που δε σε έζησαν, που δεν ήταν εκείνοι αυτό που ήμουν εγώ για σένα, που δε θα γίνουν ποτέ αυτό που ήσουν εσύ για μένα, ας μη σε θυμούνται καθόλου.
Στον δρόμο, φεύγοντας, σταύρωσα με δύο παιδιά. Το ένα σου έμοιαζε, σε εκείνη τη φωτογραφία με τους γονείς σου σε μία θάλασσα που δε θυμόσουν.
Και με ρώτησαν: “τί τον είχες;”
Ρώτησαν εμένα, τι σε είχα!
Τους είπα πως, ήσουν το όνομά μου,
ήσουν το όνομά μου.
Τους είπα πως, ήσουν το όνομά μου,
ήσουν το όνομά μου.
Από δω και πέρα πια, μπορούν να με φωνάζουν όπως θέλουν.