Κάθε μέρα ξυπνάω και πάλι μέρα
μου λέει πως θα ‘ναι τελείως δική μου.
Κάθε μέρα απ’ το μπαλκόνι κοιτάω
να στριφογυρνάνε οι άνθρωποι μου.
Κάθε μέρα θέλω να τους ξεσηκώσω
να τους ρίξω κάτω να τους ξαναντύσω.
Σ’ ένα ουράνιο όχημα να τους φορτώσω
να μην έχει πρέπει να μην έχει πίσω.
Κάθε μέρα όμως κάποιος βάζει φρένο
κάποιος κόβει στο μοντάζ τον ήλιο.
Ένας ένας κατεβαίνει απ’ το τραίνο
όλοι στο άχαρο τους πνίγονται βασίλειο.
Ποιος εναντιώνεται στο ριζικό του
ποιος τον άλλο δίπλα του υποστηρίζει.
Τι είναι αυτό που πάντα σταματάει τη δράση
ποιος τα ανθρωπάκια μου τα φοβερίζει.
Εσύ, εσύ,
όλα αν θες τ’ αδειάζεις, όλα τα γεμίζεις.
Εσύ, εσύ, εσύ,
άστρο της αβύσσου και του παραδείσου.
Εσύ, εσύ, εσύ,
ήλιε στο σκοτάδι και σελήνη μου άλλη μισή.
Εσύ, εσύ,
όλα αν θες τ’ αδειάζεις, όλα τα γεμίζεις.
Εσύ,
αχ και να ‘ξερες τι κόσμο θα μπορούσες εσύ.