Άμμος σκορπισμένη στο βοριά
κοίταζα το χρόνο να περνάει,
έγινα χαλί στην αμμουδιά
κι άφησα τον πόνο να πατάε.
Δέχτηκες φωτιά απ’ τον ουρανό
κι έχτισες στα σύννεφα παλάτι,
φόρεσα κι εγώ δάκρυ μικρό
μέσα στη βροχή μια αυταπάτη.
Κάστρα γκρεμισμένα ήταν
έγυραν τ’ αστέρια κι είδαν,
μια αγάπη να τελειώνει
γέφυρα που δε στεριώνει,
κύματα στα τείχη μπήκαν
όνειρα χαμένα βρήκαν,
μια πληγή να σιγολιώνει
σ ένα Καλοκαίρι χιόνι.
Κι έγινε ο πόθος μου καημός
γύρισα να δω πού ταξιδεύει,
κάπου στα ρηχά σαν ναυαγός
λίγη απ’ την αγάπη σου γυρεύει.
Θέλησα να έρθω σαν βροχή
τη φωτιά να σβήσω να γυρίσεις,
μα η μοίρα μ άφησε εκεί
που ποτέ δεν ήθελες να ζήσεις.
Κάστρα γκρεμισμένα ήταν
έγυραν τ’ αστέρια κι είδαν,
μια αγάπη να τελειώνει
γέφυρα που δε στεριώνει,
κύματα στα τείχη μπήκαν
όνειρα χαμένα βρήκαν,
μια πληγή να σιγολιώνει
σ ένα Καλοκαίρι χιόνι.