Είμαι μια στάμνα ραγισμένη
έν’ ακυβέρνητο καράβι
που χρόνια τώρα περιμένει
τη μοίρα του να καταλάβει.
Είδα καπνούς θριάμβους ήττες
και το γυμνό σπαθί του μπόγια,
είδα κι άλλόκοτους προφήτες
με κούφια χρυσωμένα λόγια.
Aδιάφορα περνάν της γης τα τρένα
κανένα δε σταμάτησε για μένα.
Μα εγώ με τα παιδιά μαζί του δρόμου
Ανάστασή έχω κάνει τ’ όνειρό μου
και μέσ’ από βροχή κι ανεμοζάλη
το φως μου ακολουθώ κι όπου με βγάλει.
Τις νύχτες μελετάν οι γλάροι
των άστρων τις γεωμετρίες
κι εγώ με πήλινο λυχνάρι
για πεθαμένες ψάχνω Τροίες.
Αχ ανθρωπάκια του σωλήνα
ποτέ δεν βγήκατε ταξίδι
εκεί που ζούσε η Μπουμπουλίνα,
Ύδρα, Ψαρά και Γαλαξείδι.
Aδιάφορα περνάν της γης τα τρένα
κανένα δε σταμάτησε για μένα.
Μα εγώ με τα παιδιά μαζί του δρόμου
Ανάστασή έχω κάνει τ’ όνειρό μου
και μέσ’ από βροχή κι ανεμοζάλη
το φως μου ακολουθώ κι όπου με βγάλει.