Είναι τόσο ωραίο
κάπου κάπου να ξεχνάς,
όμως την αλήθεια σου
ποτέ μην την πετάς.
'Ημουν στο μπαρ
και σπαταλούσα τη ζωή,
είχα λόγους τότε,
ήμουν σ’ άλλη εποχή.
Πέρασε ο καιρός
και βγήκα έξω να σε δω.
Τίποτα δε βρήκα,
τζάμπα χρόνο και εδώ.
Γύρισα ξανά
αλλά τα μπαρ ήταν κλειστά.
Έμεινα ανάμεσα
στο χθες και στο μετά.
Είμαι ένα τίποτα,
μ’ ακούς;
Δεν έχω φίλους ούτε εχθρούς.
Είμαι ένα τίποτα,
μ’ ακούς;
Δεν έχω φίλους ούτε εχθρούς.
Είμαι ένα τίποτα.
Είμαι ένα τίποτα.
Είμαι ένα τίποτα.
Είμαι ένα τίποτα.
Ένας τυχοδιώκτης
με ασφάλεια και στυλ,
ένας χαλασμένος
με εξαίσιο προφίλ.
Λίγο απ’ όλα, έτσι
για να νιώθω ότι ζω,
τίποτα δεν έδωσα
αφού δεν είχα εγώ.
Είμαι τώρα κέντρο
μα ο κύκλος είν’ αλλού,
φαίνεται η πόλη
σαν το άδειο τ’ ουρανού.
Όσο και να θέλω
είμαι ανάμεσα απ’ τα μπαρ,
μέσα δεν αντέχω
αλλά κι έξω είναι αργά.