Διώξ’ τονε, μάνα, διώξ’ τονε
τον παλιοπροικοθήρα.
Αυτός δεν έχει δίφραγκο
ούτε και χαρακτήρα.
Διώξ’ τονε τα χαράματα
χωρίς φωνές και κλάματα,
διώξ’ τον απ’ την πορτούλα.
Άιντε, μανούλα μου γλυκιά,
πάρε απ’ την κληματαριά
την πιο χοντρή βεργούλα.
Διώξ’ τονε, μάνα, διώξ’ τονε.
Διώξ’ τονε, μάνα, διώξ’ τονε
από το σπιτικό μας
να μπει κι ο ήλιος μια φορά
μέσα στο φτωχικό μας.