Ο Λεωνίδας οδηγούσε φορτηγό
και ξενυχτούσε για την Μαριγώ,
με τ’ όνομά της στο καπώ και την καρδιά
γύριζε πόλεις και χωριά.
Το τιμόνι φίλαγε,
μιλούσε στο τιμόνι,
Μαριγούλα, Μαριγώ
που μου κοιμάσαι μόνη.
Η Μαριγούλα ξέχασε τον οδηγό
την αγκαλιά του και το φορτηγό,
μα τ’ όνομά της μένει πάντα στο καπώ,
ξεθωριασμένο "σ’ αγαπώ".
Στην πικρή μας την ζωή
ο πόνος δεν τελειώνει,
τηνε λένε Μαριγώ
μα δεν κοιμάται μόνη.
Этот текст прочитали 220 раз.