Κάποτε ήμουνα παιδί
κι είχα ματιά αγγελική
κι ένα βαρκάκι φίλο.
Είχα και δάκρυα καθαρά
που για να γίνουνε χαρά
τα στέγνωνα στον ήλιο.
Κάποτε είχα μια καδριά
όλο λαούτα και βιολιά
και από την ψυχή μου
έβγαινε γάργαρη η φωνή
και το αηδόνι στην αυλή
τραγούδαγε μαζί μου.
Κάποτε ήμουνα εγώ,
τώρα ποιος είμαι απορώ,
πού πήγε ο πιτσιρικάς
με τα φτερά στην πλάτη.
Κάποτε ήμουνα εγώ
μα τώρα ψάχνω να με βρω,
να μάθω πάλι να γελώ
και να μοιράζω αγάπη.
Κάποτε είχα μια μηλιά,
είχα μια μάνα Παναγιά,
μια μερωμένη Αθήνα.
Και για των φίλων τη χαρά
ένα φιλί και μια αγκαλιά,
διάφανα άσπρα κρίνα.
Κάποτε άκουγα πουλιά
και παραμύθια μαγικά
που λέγαν την αλήθεια.
Για να γλυκάνω τον καημό
είχα χαμόγελο ουρανό
κι υπομονή στη στήθια.