Μια καταδίκη που έχω πάθει,
να είμαι ρέστος κι αδέκαρος,
κι όμως δεν ξέρω πια που να πάω,
γυρνώ στους δρόμους ταλαίπωρος.
Η μαύρη φτώχεια κι η ανεργία
έχουν θερίσει την κοινωνία.
Παίρνω τους δρόμους, δε σταματάω,
δεν με χωράει πια πουθενά,
και στην ταβέρνα για να καθίσεις
και η καρέκλα ζητάει λεφτά.
Η μαύρη φτώχεια κι η ανεργία
έχουν θερίσει την κοινωνία.
Το χρήμα είναι που σ’ εμψυχώνει,
σε κάνει φίνο να περπατάς,
και δε σε νοιάζει στην κοινωνία,
το τι θα γίνει πια δεν ρωτάς.
Η μαύρη φτώχεια κι η ανεργία
έχουν θερίσει την κοινωνία.
Этот текст прочитали 372 раз.