Την ώρα που περνούσε τ’ οργανάκι
κι ο δρόμος πήρε να μελαγχολεί
θυμήθηκα αυτό το τραγουδάκι
που άρεσε στη μάνα μου πολύ
Θυμήθηκα κι αυτός που το `χει γράψει
σαν μια σκιά του χρόνου μακρινή
τον έλεγαν Αττίκ και είχε κλάψει
κι ας γέλαγε επάνω στη σκηνή
Στη Μάντρα του με παν του νου τα βήματα
κι ακούω μπράβο και χειροκροτήματα
Αθήνα του τριάντα καραβάκι
βουλιάζει σε αυλές με γιασεμιά
Δανάη, Κάκια Μένδρη, Ποζελάκι
και μάτια που την κάναν τη ζημιά
Δυο μάτια που η νύχτα τα `χει φέρει
και του ζητάν γι αυτά να ξαναπεί
πληγή π’ αγγίζει δεύτερο μαχαίρι
πεθαίνει από πόνο και ντροπή
Μα ξαφνικά αλλάζει ο νους μου βήματα
και σβήνουν χρόνια και χειροκροτήματα
Этот текст прочитали 260 раз.