Μόρφω Τσαϊρέλη - Carousel Тексты

Τα μεσάνυχτα αρχίζει ο χρόνος μου·
τότε, δεν τολμάει να βγει ο πόνος μου.
Κι έχω συνεργό για να ιερουργώ·
πιο γυναίκα, τότε, γίνομαι κι εγώ.
Περπατάω νύχτα νά ‘βρω την αυγή
και ακούω να μού τραγουδάει η γη.
Το ξημέρωμα, της μέρας το κλειδί,
πάντα μου θυμίζει ζωηρό παιδί.
Για τις τρυφερές «εταίρες» που τούς χάριζαν τις μέρες,
από πάντα, ζήλια ένιωθα κρυφή.
Και σε μένα το χρεώνω, πως τους άντρες είχα μόνο
για λιακάδες στη ζωή μου τη στυφή.
Τα πυκνά τα μεσημέρια δεν μπορώ
να λαβώσω έναν ύπνο στο φτερό.
Ούτε ν’ αποδράσω μ’ ένα μπιμπερό.
Τα πυκνά τα μεσημέρια δυσφορώ.
Τ’ απογέματα διψάω μοναχή
κι ένας φόβος μού βαραίνει την ψυχή.
Ό,τι να σκεφτώ μα και να θυμηθώ,
δε μ’ απογειώνει για να λυτρωθώ.
Το βράδυ είναι έφηβος, χυμάει το φως και κλέβει·
κι αργότερα την έμπειρη τη νύχτα παγιδεύει.
Στην τύχη αφήνω από μικρή, το βράδυ, με μαγείες
και έτσι ‘ναι πιο εύκολες οι δικαιολογίες.
Μού ‘χαν χαρίσει, μικρή, μία γυάλινη σφαίρα, παιχνίδι με καρουσέλ,
και τη χαζεύαμε τα καλοκαίρια, τα βράδια, παρέα με το(ν) Μισέλ.
να να να να να να να να να να να να να να να να να να να να
Τώρα κοιτώ το παιδί που γερνά κι όλα φαίνοντ’ αλλιώς ζωντανά.
Των νερών τα παιχνίδια με περιφρονούν,
κι οι βροχές π’ αγαπάω μονίμως πενθηφορούν.
Έτσι οι μέρες μου σαν αλογάκια γυρνούν.
Этот текст прочитали 88 раз.