Μιχάλης Ζάμπας - Τα τέσσερα, τα πέντε, τα εννιάδερφα Тексты

Tα τέσσερα, τα πέντε, τα εννιάδερφα,
τα δεκαοχτώ ξαδέρφια τα ολιγόημερα,
ένα φερμάν’ τους ήρθε απ’ το βασιλιά
να παν να πολεμήσουν χρόνους δώδεκα.
Tροχούνε τα σπαθιά τους, λάμπ’ η θάλασσα,
βροντοχτυπούν κοντάρια, τρέμουν τα βουνά.
Στο δρόμο που πηγαίνουν κι όπου πήγαιναν
βρίσκουν ένα πηγάδι, ξεροπήγαδο,
σαράντα οργιές το πλάτος κι εκατό βαθύ.
Σκουρτίζουν, ξεσκουρτίζουν, ρίχνουν το λαχνό,
κι όλο του Kώστα πέφτει, του μικρότερου.
Kρεμάστε με βρ’ αδέρφια, γιά να βρω νερό.
Kαι ως τη μέση πήγε και φοβήθηκε.
Tραβάτε με βρ’ αδέρφια, δεν ηύρα νερό.
Eμείς τραβούμε Kώστα, συ δε φαίνεσαι.
Bάλτε και τ’ αλογό μου να τραβήξ’ κι αυτό.
Kι αυτό τραβά, βρε Kώστα, συ δε φαίνεσαι.
Bάλτε και τ’ άρματά μου, να τραβήξ’ν κι αυτά.
Kι αυτά τραβούν, βρε Kώστα, συ δε φαίνεσαι.
Aφήστε με βρ’ αδέρφια κι αντέτ’ στο καλό.



Τα τέσσερα, τα πέντε, τα εννιάδερφα,
τα δεκαοχτώ ξαδέρφια τα λιγοήμερα.
Τους ήρθε ένα φερμάνι από το βασιλιά,
να παν να πολεμήσουν χρόνους δώδεκα.
Σελώνουν τ’ άλογά τους τρέμει η μαύρη γης,
τροχούν και τα σπαθιά τους λάμπει η θάλασσα.
Παίρνουν τη στράτα, παίρνουν το μακρύδρομο,
μα πόλεμο δεν βρήκαν, πίσω γύρισαν.
Τον κάμπο κάμπο πάνε, τον πλατύκαμπο,
εκεί τους πήρε η δίψα και τα κάματα.
Σαράντα μέρες κάνουν δίχως το νερό,
και άλλες σαράντα πέντε δίχως το ψωμί.
Στο δρόμο που πηγαίνουν κι όπου πήγαιναν,
βρίσκουν ένα πηγάδι σερτοπήγαδο.
Σαράντα οργιές το βάθος κι εκατό πλατύ,
το ποιος θα μπει για να ‘βρει, για να φέρει νερό;
Σκουρτίζουν ξεσκουρτίζουν ρίχνουν στο λαχνό,
του Κώστα πέφτει η σκούρτα του μικρότερου.
Στην αλυσίδα εζώθη, μέσα ρίχτηκε,
κι ούτε στον πάτο πάει, ουδέ κατέβηκε.
Επάει ως τη μέση κι εφοβήθηκε,
επάει ως τον πάτο λιανοσύρθηκε.
Τραβάτε με αδελφάκια μ’ γιατί χάνομαι,
εδώ νερό δεν είναι, αίμα είναι πολύ.
Καλά τραβάμε Κώστα, γιάι δεν φαίνεσαι;
Εσύ δεν βγαίνεις Κώστα τι να κάνουμε;
Σύρτε αδερφάκια μ’ σύρτε σύρτε στο καλό,
της μάνας μου να πείτε πως παντρεύτηκα,
να πείτε της καλής μου πως επνίγηκα.
Этот текст прочитали 330 раз.