Πριν αγγίξει ο ήλιος τα βουνά
ξυπνάω τις μνήμες
τα μοτέρ του ήχου
ξεκινάω
Τα ποτήρια αδειάζω
με έμφαση έρχεσαι και στρίβεις
ζεις κανονική ζωή μακριά μου
ανενόχλητη
Αγγίζω τα στοιχειά μου
κοροϊδεύω το σεβντά μου
κάνεις πως ακούς
μα προς την πόρτα μου κοιτάς
Νύχτωσε η καρδιά μας
ντρέπεσαι να πεις τι θέλεις
ίσως και να μην το ξέρεις
μα ανενόχλητη πας...
Σάμπως αγρίμι παλαβό
και μπερδεμένο θαύμα
μέσα στου ουρανού τη χάβρα φεύγεις
εδώ και κει μεταναστεύεις
Ζαριά κοφτή κι ανακωχή
και φτάσεις τάσεις
μα εδώ η μήτρα σπάει στα δυο
κι ό,τι ζω είναι περιττό, κι ακολουθώ
τα χνάρια που ξεχνάς να σβήσεις
μες σε ορδές συναλλαγών
ορίζεις πια τιμή
Γονάτισες νωρίς
τις τρύπες σου φράζεις με κέρμα
ζώντας στο τέλειο ψέμα
ανενόχλητη
Βροχή κι απέραντη σιωπή
που απ’ το παρμπρίζ γλυκαίνει
στη θάλασσα μπροστά
και πίσω η δύση της ζωής
Οι θεωρίες του δίκιου,
του έρωτα, της φαντασίας,
θύματα είναι κάποιας βίας
ανενόχλητης...