Έφυγαν τα τραίνα της ζωής μου
κι έμεινα μονάχος στο σταθμό,
άσπρα περιστέρια της ψυχής μου
όμως κάτι έφταιξε θαρρώ.
Να `χαμε, τι να `χαμε,
λίγη τύχη να `χαμε,
λίγη τύχη να `χαμε,
στεναγμούς δε θα `χαμε.
Έφυγαν τα τραίνα γι’ άλλους τόπους,
μέσα στην ομίχλη σαν πουλιά,
γνώρισα και είδα τους ανθρώπους,
φταίει γιατί μείναμε παιδιά.
Να `χαμε, τι να `χαμε,
λίγη τύχη να `χαμε,
λίγη τύχη να `χαμε,
στεναγμούς δε θα `χαμε.