Πόσο φτώχυνες Αθήνα, πόσο φτώχυνες
που `χασες τα ωραία εκείνα χρώματα του χτες.
Έπηξες στη λιμουζίνα, Ευρώπη έγινες,
κι όμως φτώχυνες Αθήνα, όμως φτώχυνες.
Πού `ναι εκείνοι οι παπατζήδες
σκέτοι αρουραίοι,
της Ομόνοιας οι τύποι
γραφικοί κι ωραίοι,
οι απάχηδες κι οι μόρτες
του Μεταξουργείου,
γλαφυρές κι όμορφες νότες
του περιθωρίου;
Πού `ν’ της πιάτσας τα μαμούνια
της μαγκιάς καμάρια,
μπότες με ψηλά τακούνια
και σφιχτά ζωνάρια,
κρυφοσπίτια με "μαμάδες"
και με θυγατέρες,
τα καφέ αμάν κι οι μάχες
για τις μπιραριέρες;
Πόσο φτώχυνες Αθήνα, πόσο φτώχυνες
Πού `ναι εκείνοι οι ραχατλήδες
μες στους καφενέδες,
από το πρωί ως το βράδυ
δέκα ναργιλέδες,
της οδού Αθηνάς οι ατσίδες
που βγάζαν λαβράκι
με φακή τρεις δαχτυλήθρες
κι ένα τραπεζάκι;
Πού `ν’ οι κλασικές κοκότες
με τουπέ και γλύκα,
μέχρι το σαγόνι βέλο
κι ένα μέτρο πίπα,
ο βαρύς με το μπεγλέρι
και γυρτό τον ώμο
κι η τροτέζα που χωριάτες
ψώνιζε στο δρόμο;