Μου `δωκες κλειδιά να μπω, να φύγω δεν αφήνεις,
στα μαλλιά σου εμπέρδεξα και σκλάβο με βαστάς,
στα χεράκια σου απάνω τη ζωή μου κρίνεις
κι όλο με παιδεύεις και δε μ’ αγαπάς.
Λίγο, λίγο, ζάλο, ζάλο είπα το πώς θα σε βγάλω απ’ το νου
πώς θα σε σβήσω, το μυαλό να ξεστρατίσω,
λάθη θώρου με τον άλλο, μα έκανα το πιο μεγάλο
κι εμπερδεύτηκα μαζί σου κι εκαψε με η στόριση σου .
Μου `δωκες κλειδιά να μπω, να φύγω δεν αφήνεις,
στα μαλλιά σου εμπέρδεξα και σκλάβο με βαστάς,
στα χεράκια σου απάνω τη ζωή μου κρίνεις
κι όλο με παιδεύεις και με τυραννάς,
στα χεράκια σου βαστάς και τη ζωή μου κρίνεις
κι όλο με παιδεύεις και δε μ’ αγαπάς.
Δίχως δίκη δικασμένος, δίχως σίδερα κλεισμένος,
δίχως τα σκοινιά δεμένος, στα μαλλιά σου μπερδεμένος,
σε δυο μάθια ζαχαρένια, σε δυο χείλη κοραλλένια,
πόρτες ήβρηκα ανοιχτές μα κλειστές τσοι φυλακές.
Η αγάπη σου με σέρνει σ’ ένα δρόμο που δε γέρνει
με τση λογικής τη μπάντα, μα η καρδιά ορίζει πάντα,
σε μια στράτα που με φθείρει, μα ποιος είδε να γιαγύρει
μια ελπίδα πως θ’ αλλάξω γνώμη και πως θα ξεχάσω.