Ο Χαρίλαος απ’ τ’ άσπρα χώματα,
γύρισε στο σπίτι ξημερώματα,
πούσουνα τ’απόγιομα Χαριλαε,
κάπνιζε, κοιτούσε και δε μίλαε,
είπαν πως πρωί στα λεμονάδικα,
φίλο γκαρδιακό πίκρανες άδικα
(ρ) Στ’άσπρα χώματα μαυροφόρεσα,
το Χαρίλαο δεν τον σχώρεσα
Το Χαρίλαο απ’ τ’ άσπρα χώματα,
ύπνος δεν τον έδενε στα στρώματα,
σέρνονταν στο πέραμα τ’απόβραδα,
κ έκλαιγε διπλά τα σαββατόβραδα,
πουν’ το παλληκάρι της παρέας μας,
σ’ `εδιωξαν οι φίλοι κι ο περαίας μας
(ρ) Στ’άσπρα χώματα μαυροφόρεσα,
το Χαρίλαο δεν τον σχώρεσα