Ξυπνώ και μού `παν έφυγεν
η κόρη π’ αγαπούσα
και κατεβαίνω στον γιαλό
τη θάλασσα παρακαλώ
την πικροκυματούσα
Εγώ τα πρωτοδέχτηκα
τ’ αφράτα της τα κάλη
μού `πε ένα κύμα και γι’ αυτό
με πόθο και με γογγυτό
φιλώ το περιγιάλι
Τα μάτια της ερώτησα
μην ήταν δακρυσμένα
Ένα άλλο κύμα μου μιλεί
σαν το χαρούμενο πουλί
που πήγαινε στα ξένα
Το τρίτο κύμα ερώτησα
εμέ γιατί ν’ αφήσει;
Να κλαίω και να λαχταρώ
περνάει το κύμα το σκληρό
χωρίς να μου μιλήσει
Этот текст прочитали 263 раз.