Δεν πειράζει δε με νοιάζει
κι ας με τρώει ενα μαράζι
για τα μάτια της τα δυο
που ίσως να μην ξαναϊδώ.
Δώδεκα φορές το είπα
κάθε μήνας και μια πίκρα
σαν περνώ απ’ το στενό της
και γροικώ τον αργαλιό της.
Να χτυπά και να υφαίνει
το μυαλό μου να τρελένει
και υστερα να μην υπάρχω
μόνο τον καημό μου να `χω.
Με το φως του φεγγαριού
συντροφιά του στεναγμού
τριγυρίζω στο σοκάκι
σα μικρό κοπελουδάκι.
Ρώτηξα τη μάνα της
ποιά χαρά είναι πλάι της
σα θωρεί μαυρομαλλούσα
κόρι που χει και αγαπούσα.
Να μην θέλει να φιλήσει
ούτε και να αγαπήσει
μόνο με τον αργαλειό της
λες και φαίνει τ όνειρό της.
Σφαλιστό το παραθύρι
με τ ’ αγάπης το χατίρι
να μου λέει πως τα φιλιά της
τα’ χει για την αφεντιά της.
Παρ’ τη στράτα του θυμού σου
βγάλτηνε απο τον νου σου
μην αφήσεις να πληγώσει
την καρδιά σου να ματώσει.
Κι ύστερα να ιδω ποιος έχει
μάτια για να το αντέχει
να θωρεί τον νιο να φεύγει
και την κόρη να μισεύγει.
Этот текст прочитали 199 раз.