Χάραξε η μέρα, άναψες τσιγάρο.
Πικρός σαν τα ξενύχτια σου ο καφές.
“Δεν προλαβαίνω”, σου είπε. “Έχω αργήσει”.
Κι εσύ ήθελες μαζί σου να καθήσει
για να της πεις ποιος είσαι και τι θες.
Περνά η ζωή, γελάει και κοροϊδεύει.
Χωρίς σκοπό πηγαίνεις και γυρνάς.
Σε πνίγει αυτό το γκρίζο που επιμένει.
Πέφτει και μια ψιλή βροχή που σ’ αρρωσταίνει
και κάθε μέρα οκτώ χρόνια γερνάς.
Η σκέψη μαντρωμένη σε υποθήκες.
Πώς βγαίνει η μέρα και πώς την περνάς;
Τα όνειρά σου κρύβεις. Δε σε παίρνει.
Σαν ύαινα η ανάγκη γυροφέρνει
και την αλήθεια που φοβάσαι προσπερνάς.
Τα βράδια μας βουβά και θυμωμένα,
με μίσος στον καθρέφτη μας κοιτούν.
Ξεπλένουμε τις τύψεις μας και κλαίμε.
Όσα έπρεπε να πούμε και δεν λέμε,
σαν δικαστές το λόγο μας ζητούν.
Θα ξημερώσει πάλι. Μια απ’ τα ίδια.
Της νύχτας οι αλήθειες θα κρυφτούν.
Το χρόνο που σου δάνεισαν πίσω ζητάνε.
Δεν ξεστομίζεις λόγια που πονάνε.
Εσύ να ζήσεις κι οι άλλοι ας χαθούν.