Μικρόκοσμοι - Η σονάτα του κακομοίρη Тексты

Μες στα νεύρα θα ξυπνήσεις πάλι,
να βουτήξεις γι’ άλλη μια φορά στο μαύρο χάλι,
το δικό σου, της γυναίκας σου και των παιδιών σου,
των δανείων, της δουλειάς και των λογαριασμών σου.

Τον καφέ σου θα τον πιεις στο πόδι
και θα τρέξεις να σε ζέψουνε ξανά σαν βόδι.
Ο μισθός τελειώνει και μένει πολύς μήνας.
“Δεν βαριέσαι”, λες, “άλλοι πεθαίνουνε της πείνας”.

Δουλεύει ευτυχώς και η όμορφή σου η γυναικούλα
σ’ ένα σούπερ μάρκετ δέκα ώρες σα τη δούλα.
Τετρακόσια ευρώ το μήνα, αυτό είναι όλο
και ο προϊστάμενός της να της πιάνει και τον κώλο.

Τα παιδιά σου λιώνουν έξι ώρες στο σχολείο,
φροντιστήρια πάνε, ξένες γλώσσες, ίσως και ωδείο.
Να περάσουν σε καμιά σχολή, να πάρουν και πτυχίο
για να μπουν μ’ εφόδια στων ονείρων το σφαγείο.

Συμβουλές τους δίνεις: “Μη μιλάτε! Μη ζητάτε!
Κι άμα χρειαστεί στα πτώματα των άλλων να πατάτε!”
Της μιζέριας σου είδωλα παλεύεις να τα κάνεις.
Α ρε κακομοίρη, τσάμπα τρέχεις και δε φτάνεις.

Διότι όταν ένα βήμα φτάσεις πριν να ξεχρεώσεις
θά’ ρθουνε ξανά να σου μετρήσουνε τις δόσεις.
Ό,τι και να γίνει εσύ θά'σαι ο χαμένος.
Λίγο κερατάς και πιο πολύ ζημιωμένος.

Στόμα έχεις μα μιλιά δεν έχεις
και τα μούτρα σου να βλέπεις στον καθρέφτη δεν αντέχεις.
Σού’ μαθαν πως για να υπάρχεις πρέπει να μαζεύεις,
να σε κλέβουνε και συ με τη σειρά σου άλλους να κλέβεις.

Κι όσο δεν ξυπνάς και δεν καταλαβαίνεις
στο βόθρο των μετρίων όλο πιο βαθειά θα μπαίνεις.
Το κοστούμι που σου ράψανε και λένε ότι σου πάει
κάθε μέρα πιο πολύ σε σφίγγει μέχρι να σε φάει.

Η ζωή στ’ αλήθεια είναι ωραία
για πεντ’ έξι που όλο τρώνε και φουσκώνουνε παρέα.
Για εσένα μια μάντρα έχουν φυλαγμένη.
Πάνε τόσα χρόνια τώρα που στην έχουνε στημένη.
Этот текст прочитали 128 раз.