Δίπλα σ’ αυτού του κόσμου την ουσία
δεν πρόφτασα κι εγώ να ξαποστάσω
με τράβηξε απ’ το χέρι η Ιστορία
με πήρε το ποτάμι να περάσω.
Κομμένα τα γεφύρια, τα `χαν γκρεμίσει
αυτοί που πέρασαν πριν από μένα
δεν πρόλαβε το μάτι να δακρύσει
κι έφυγε η καρδιά μου για τα ξένα.
Αυτού του κόσμου την ουσία
μια μαύρη τρύπα την καταπίνει
σε άλλον κόσμο την κάνει θυσία
μα της ζωής το γρίφο δεν λύνει.
Και να `μαι τώρα στην ιδέα μετανάστης
δίχως εστία, δίχως νόημα γυρίζω
παροπλισμένος, ένας άχρηστος αντάρτης
στο ψέμα το σαρκίο μου βαφτίζω.
Этот текст прочитали 238 раз.