Του Χάρου η μάνα κάθισε σε δρόμο κι ανηφόρι
κι απ’ τον πολύ αναστεναγμό, πήραν τα σπίτια μαρασμό
τα δέντρα ξεροβόρι.
Στέλνει γραφή στην Παναγιά και στον μονογενή της
τρακόσιοι πάνε συνοδειά και χίλιοι εκράτουν τα σπαθιά
πού `χαν οι λογισμοί της.
Μα η Παναγιά κεντάει πουλιά σε μαρμαρένια βρύση
κι ο γιος της της χαμογελά.
Του Χάρου η μάνα δε μιλά, δε θα ξαναμιλήσει.
Этот текст прочитали 375 раз.