Ο θάνατος και η ζωή αλλάζουν σημασία, όσο συνειδητοποιώ την απουσία.
Είναι τρελό μα δακρύζω και γώ, κάτι σαν δάκρυα που δεν έχουν τελειωμό,
κάτι σαν δάκρυα που έχουν ποτίσει γιασεμιά, που όλο μεγαλώνουν και μυρίζουν ζωηρά
και όποτε μ’ ανταμώνουν δροσίζονται ξανά και ο νους μου ταξιδεύει σε μια ακρογιαλιά,
σε κορίτσια, σε αγόρια, σε τραγούδια πολλά και σε αστεία που σε στέλναν για κατούρημα συχνά.
Στους χαρταετούς μας που φεύγανε μακριά και πάνω απ’ τη Μακρόνησο φαινόντουσαν θολά.
Τους χαρταετούς μας ζηλεύαμε και οι δυο, μ’ ένα κόκκινο αδιάβροχο σου έλεγα πετώ,
μα εγώ ξέρεις συνήθιζα να σε προειδοποιώ, εσύ πέταξες απρόσμενα ένα πρωινό.
Εγώ ξέρεις συνήθιζα να είμαι εδώ για σένα, τώρα συμμερίζομαι τα εγκατελειμένα,
τα άδεια μεταλλεία, τα νεοκλασικά και όλα όσα κάνουνε τα μέρη σου νοσταλγικά.
Το λόφο στη Συντερίνα πριν τη κατηφοριά, ένα δέντρο στέκει ακόμα ξεχασμένο απ’ τη φωτιά.
Τα μπάνια με το λάστιχοέξω στην αυλή, την αλμύρα ξαναγεύομαι ετούτη τη στιγμή,
την ειρωνία που ζήσαμε και φτιάξαμε μαζί και τον Αζόρ που ήθελε σκυλάδικο να βγει.
Τις μανάδες με τις φίλες για τα φλερτ τους να μιλούν, τους μπαμπάδες στα καφενεία να τριγυρνούν
και έμας στου δρόμου το σχολειό, τα αυτοκόλλητα μας ακόμη συναντώ,
τα όνειρα μας σε θυμάμαι να κολλάς και τους μπάτσους του Λαυρίου πάντα να στραβοκοιτάς.
Αναρωτιόμασταν και οι δυο αν θα προλάβουμε να δούμε, κάτι που θα νιώσουμε ότι άξιζε να ζούμε
ή να πεθάνουμε άμα λάχει για αυτό, τα αυτοκόλλητα μας ακόμη συναντώ…
Είναι όλα τους εκεί, άμα γυρίσω θα τα δω, όμως έφυγες εσύ κι είναι το τώρα ορφανό.
Είναι όλα τους εκεί, είναι όλα εδώ κρυμμένα, είναι όλα περασμένα μα καθόλου ξεχασμένα.
Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά...
Ξέρω πως δε μ’ ακούς, πως δεν υπάρχεις πουθενά, δεν έχω ανάγκη μια ψεύτικη παρηγοριά.
Ξέρω μα μου ’χει λείψει μια αγκαλιά, δε θα με χάλαγε να έχω κάνει λάθος τελικά.
Δε θα με χάλαγε να είναι όλα όνειρο κακό και μόλις ξυπνήσω δίπλα μου να σε δω.
Να προλάβουμε να ζήσουμε εκείνη τη Γιορτή και κάπου στα 80 μας να γράψουμε μαζί,
αυτό το βιαστικό, από αυτούς που άφησες πίσω, εσύ και αυτός που ήθελα να ξεναγήσω,
σε καινούρια λημέρια ίσως με ξεναγήσει αυτός και μου συστήσει την κοπέλα της παρέας σαν παλιός,
γιατί ήρθαμε παρέα, φεύγουμε χωριστά, μα εσύ ούτε στο φευγιό σου ένιωσες μοναξιά,
εσύ ούτε στο φευγιό σου δεν ένιωσες αυτό που με κάνει πάλι απόψε να παραμιλώ.
Εσύ ούτε στο φευγιό σου δεν ήσουν μοναχός σου και αυτό με κάνει να χαρώ το σύντομο ουρανό σου
και αυτό με κάνει να χαρώ το σύντομο ουρανό που διέσχισες φωτίζοντας αστέρι λαμπερό.
Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά...
Είναι όλα τους εκεί, είναι όλα εδώ κρυμμένα
Δεν ξέρω που να βρω παρηγοριά...
Είναι όλα τους εκεί, άμα γυρίσω θα τα δω, όμως έφυγες εσύ κι είναι το τώρα ορφανό.
Είναι όλα τους εκεί, είναι όλα εδώ κρυμμένα, είναι όλα περασμένα μα καθόλου ξεχασμένα.