Μέσα από πρόσωπα χιλιάδες
και πήγαινε έλα ένα σωρό,
ακόμα μια φορά το ξέρω,
τα δυο σου μάτια θα τα βρω.
Κώστα και Γιάννη, Αλέξανδρέ μου,
άστραψες κάμποσες φορές,
άλλαξες πρόσωπα καλέ μου
στου κόσμου τις αναλαμπές.
Είχα τα χέρια να σ’ αγγίξω,
βρήκα τα μάτια να σε δω,
μα πες μου πως να συνηθίσω
μες στον παράδεισο να ζω.
Στον κήπο αυτό μόνο για λίγο
πάντα θα μπαίνουμε μαζί,
μα ξαφνικά μέσα στο κρύο
χώρια θα βγούμε ένα πρωί.
Οι αγάπες μας κάνουνε κύκλο
σε φεγγαρόφωτο θνητό
και στροβιλίζονται σε ήχο
που μόλις φτάνει μέχρι εδώ.
Οι άγγελοι που τις οδηγούνε
μια στην κορφή, μια στο βυθό,
μαζί μ’ εμάς ακροβατούνε
κι όμως κρατούν το μυστικό.
Μέσα από πρόσωπα χιλιάδες
και πήγαινε έλα ένα σωρό,
ακόμα μια φορά το ξέρω,
τα δυο σου μάτια θα τα βρω.
Κώστα και Γιάννη, Αλέξανδρέ μου,
να που σχεδόν έχεις φανεί,
έλα να σπάσουμε τον κύκλο,
πάμε στο άγνωστο γραμμή.