Δεν έχει αλλού,
έχει μονάχα εδώ.
Ίδια γωνιά
μα των ματιών σου το φως
καθώς περνάει,
λούζει και λούζεται αλλιώς,
δεν προσπερνάει,
βαθαίνει μόνο απλώς
κι εκεί που πάει
φτιάχνει τον κόσμο ξανά.
Κι όλο ρωτάμε
κατά πού πέφτει η γιορτή
για να πάμε,
μ’ ένα ρούχο ελαφρύ
να βρεθούμε,
πάμε στο άγνωστο
να γνωριστούμε.
Στην απλωσιά
που βγαίνει για μια στιγμή,
μια στιγμή
πάρε κι εμένα μαζί
αν μας χωράει,
μια τέτοια Άνοιξη
πώς μ’ ένα κορμί,
πώς την παλεύουμε, πώς
τόση ζωή.
Κι όλο ρωτάμε......
Γι’ αυτό πετάμε
πάντα πιο χαμηλά
απ’ όσα ξέρει ο νους
και νιώθει η καρδιά,
κι αυτή η ψυχή
κάτω απ’ τα πέπλα βουβή,
τι κι αν ποθεί,
μόνο μια άχνα μπορεί
τόσο λεπτή,
γιατί είν’ το σώμα βαρύ.