Όταν θα πάψεις ν’ αγκαλιάζεις με το αίμα σου τη φωτιά
Όταν θα πάψεις να σκίζεις στα δύο το σκοτάδι που σε φιλά
Τις θ’ ακούς τη βροχή που στριγγλίζει
Πίσω από αθάνατα τζάμια φυλακές
Και τότε θ’ ανοίξεις την καρδιά σου σαν κάσα
Για να δεχτείς νεκρικές σιωπές
Όταν θ’ αρχίσεις ν’ αυνανίζεσαι από ανάγκη στα κεφάλια των περαστικών
Όταν οι τύψεις σου δε θα `ναι φεγγάρι
Μα θα `ναι κάθε φιλί σου κι από ένας σταυρός
Τις νύχτες θα πάψεις να βγαίνεις στο μπαλκόνι
Για να κοιτάξεις αν ήρθε η ανατολή
Να ξέρεις θ’ αρχίσεις να κρυώνεις πολύ
Και όλα θα `ναι μια χρυσή φυλακή
Ελπίζω να `σαι αρκετά μεγάλη
Την παρθενιά σου όταν προσφέρεις για τροφή τους
Θυσία στα σκυλιά της διπλανής πόρτας
Μ’ αντάλλαγμα την έγκρισή τους
Εκμαυλιστές ηθικολόγοι θα σε κρίνουνε στην ψυχή σου θα μετράνε το ψέμα
Του καταδότη ο ρόλος θα σου πάει τρέλα
Αντί για δάκρυα χρυσό, λάσπη αντί για αίμα
Θάχει στερέψει το τελευταίο δάκρυ
Δε θα μπορείς πια να εξιλεωθείς
Θάχει στερέψει το τελευταίο δάκρυ
Δε θα μπορείς πια να κλάψεις
Να γελάσεις, να ουρλιάξεις, να καείς…