Μάρθα Φριντζήλα - Τρέξε Λόλα Тексты

Ανέβηκα στην πιπεριά να κόψω ένα πιπέρι,
ποτέ μου δεν το θέλησα μα το `θελες εσύ,
κι η πιπεριά τσακίστηκε και μου `κοψε το χέρι
δεν ήρθες, δε μου το `πλυνες με κόκκινο κρασί.

Ποιος τ’ άσπρο χιόνι πάτησε,
κανόνες λεηλάτησε,
χωρίς φραγμούς μας άφησε,
χωρίς γραμματική,
ποιος τις ψυχές μας ράγισε,
την ήττα μας βανδάλισε,
του λόγου μας κατάργησε
τη μόνη δοτική.

Αρνάκι άσπρο και παχύ της μάνας του καμάρι,
αχ, φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε του μη χαθεί,
έχει κινδύνους η εξοχή και το χλωρό χορτάρι,
όποιος αρνί γεννήθηκε, θε’ να μαχαιρωθεί.

Οι θύτες που `ταν θύματα,
μ’ αλλόκοτα ποιήματα,
δοξάζουν τα εγκλήματα
μιας στείρας εποχής,
κι εμείς με τόσα τραύματα
που ήρθαμε στα πράγματα
λουζόμαστε εγκαύματα
μιας όξινης βροχής.

Μηλίτσα που `σαι στο γκρεμό με μήλα φορτωμένη
τα μήλα σου λιμπίζομαι μα τρέμω το γκρεμό,
κουτέ, δεν είναι η ζωή με πέταλα στρωμένη,
αν δε ρισκάρεις να χαθείς, θα πας από καημό.

Ημιμαθείς, ανώνυμοι,
χωρίς ελπίδα γόνιμη,
δε νιώσαμε οι φρόνιμοι
την τρέλα ενός σεισμού,
μια πρόταση δε γράψαμε,
πλυμένοι, αντιγράψαμε
την ένδοξη αθλιότητα
του νεοπλουτισμού.
Этот текст прочитали 352 раз.