Τα δάχτυλά μου σαν κισσός τύλιξαν το τιμόνι·
η πέτρα του δαχτυλιδιού χάθηκε στο σκοτάδι.
Τα εκκλησάκια στις στροφές κουνάν λευκό μαντήλι
κι από τα μάτια τους κυλά το ταγκισμένο λάδι.
Πρώτα ο Καραβόμυλος, ύστερα η Στυλίδα
κι ύστερα την Ιεριχώ μπροστά στα μάτια μου είδα.
Δεν ξέρω που γεννήθηκα, θυμίστε μου που πάω.
Ξέχασα αυτούς που έψαχνα κι αυτούς που αγαπάω.
Έξω απ’ τα τείχη, αγάλματα με στυλωμένα πόδια,
ο Νύσης δίνει στο Μηνά* το μέτρημα του χρόνου.
Yψώνονται τα χάλκινα, βουλιάζουν τα διόδια,
χάνονται και τα ξωτικά, τα δόκανα του δρόμου.
Το άσπρο βαμβάκι που έριξε η τρέλα του αχθοφόρου,
Kρατάει το θόρυβο μακριά απ’ τ’ αυτιά του φθινοπώρου.
Δεν ξέρω που γεννήθηκα, θυμίστε μου που πάω.
Ξέχασα αυτούς που έψαχνα κι αυτούς που αγαπάω.