Αχ καλώς να `ρθούνε τα μαντάτα τα πικρά
έτσι κι αλλιώς εγώ καιρό τα περιμένω
κλείσαν οι πόρτες μπρος τα μάτια οι βαριές
και σ’ έδιωξα να πας μακριά σε τόπο ξένο
Αχ σ’ ένα μπαλκόνι στέκω τώρα και θωρώ
πως πάει πορεία με τα λάβαρα ανοιγμένα
αχ και πίσω απ’ τις φωνές που γύρω μου αντηχούν
εσένα ψάχνω που σε χαίρονται τα ξένα
Αχ και να `τανε τούτη την ώρα να σε δω
να `χεις και συ στο χέρι λάβαρο ανοιγμένο
αχ να λες το ίδιο το τραγούδι το γλυκό
και γω κοντά σου να θωρώ και να σωπαίνω
Αχ, μα’ αυτό φοβήθηκαν αγόρι μου οι τρελοί,
οι χορτασμένοι απ’ το ψωμί του μετανάστη
αχ και σ’ έδιωξαν σε ξένο τόπο να ζητάς
μια θέση ξένου φοιτητή και σκλάβου εργάτη
Αχ καλώς να `ρθούνε τα μαντάτα τα πικρά
έτσι κι αλλιώς εγώ καιρό τα περιμένω
αχ για να μην έχει η προσφυγιά μας τελειωμό
σε διώξανε να πας μακρυά σε τόπο ξένο