Στις παρυφές του ουρανού
μεστώνει το σκοτάδι
και με τα χνώτα του βουνού
μες στο ολόφωτο του νου
θα βρει γιορτή το χάδι
Ποτάμι θέλει η ψυχή
μια θάλασσα η σκέψη
και της καρδιάς η αμυχή
σαν αηδόνι να ηχεί
προτού να σε στερέψει
Εσύ βαστάς στην ξενιτιά
της πέτρας έχεις φλέβα
κι εγώ γυρεύω τη γητειά
που κρύβεται μες στη φωτιά
και στα νερά του Νέβα.
Είσαι κοχύλι του Σινά
ψυχάρι της ερήμου
και ποιος χρησμός να μεριμνά
όταν μου στέλνεις τα δεινά
με χρώματα ονείρου
Στην κορυφή της προσμονής
με τα πουλιά γυρνάω
και σ’ ένα νεύμ’ απαντοχής
γράφω στη λάσπη της βροχής
το πόσο σ’ αγαπάω
Πάνω στο κύμα περπατάς
και λάμνεις στον αέρα
Όπου κοιτάξω με χτυπάς
σαν μια κλωστή σου με πετάς
στης λησμονιά τη μέρα
Στον Ελλικώνα τριγυρνώ
κι ελλέβορο γυρεύω
να δω το φως τ’ αληθινό
στο μέσα δρόμο να ανοιχτώ
την πίκρα να παλεύω
Этот текст прочитали 263 раз.