Μαρίνα Δακανάλη - Η Αστάρτη Тексты

Σαν το ποτάμι που δεν λέει να στερέψει
είν’ η ιστορία που θα πω, θα σας αρέσει.
Τσιγγάνος άνεμος είναι ο ήρωας της
κι ένας κατσίβελος σκοπός είν’ η μιλιά της.

Σε χώρα αλαργινή που δεν χωρά στον χάρτη
ζούσε πριγκίπισσα με τ’ όνομα Αστάρτη.
Μια νύχτα νότες φτάσανε στην κάμαρά της,
που αντιλαλούσαν λες και σπάγαν τα δεσμά της.
Αμέσως έτρεξε γοργά στο παραθύρι
απ’ όπου κι άκουσε των Rom το πανηγύρι.

Κιθάρα και φωτιά, κρασί, βιολί και πάθος
μες στην καρδιά της μπήκαν σαν μοιραίο λάθος.
Ξάφνου η σελήνη φώτισε έναν καβαλάρη
που προς το μέρος της ερχόταν με καμάρι.

Σαν μια φωτιά να `χε στα λόγια αναμμένη
της φώναξε: «καλή κυρά αστρολουσμένη,
το πανηγύρι μου τα σύνορα αλλάζει,
σκίζει τους χάρτες και ηφαίστεια δαμάζει,
γιατί εγώ έχω μοναδική πατρίδα
της άγονης της γης να βρέξει την ελπίδα»

Σαν άκουσε τα λόγια τούτα η Αστάρτη,
τις πύλες διέταξε ν’ ανοίξουν με γινάτι
και φώναξε: «καλέ μου σκοτεινέ τσιγγάνε,
μπες στο παλάτι μου και ό,τι θέλεις κάνε».

Κι αυτός χτυπώντας του αλόγου του την πλάτη
της απαντάει: «αχ, καλή κυρά Αστάρτη,
αυτό που ήθελα να κάνω το ’χω κάνει,
η μουσική μου να μην φτάνει σε λιμάνι,
γιατί ’ναι θάλασσα που συνεχώς χορεύει (σε)
παλμό τσιγγάνικο που πέτρες ζωντανεύει».
Этот текст прочитали 336 раз.