Άρχισε πάλι να βραδιάζει
και η σιωπή με ξαναβάζει στο παιχνίδι της
κι η νύχτα η ονειρομάνα
βρήκε τον τρόπο να πιαστώ στο παραμύθι της.
Κι άρχισα όνειρα να κάνω
που `φυγες δε θα πεθάνω
θα `μ’ άλλος άνθρωπος.
Κι αν όλοι μ’ έχουνε ξεχάσει
κι αυτό η καρδιά θα το περάσει
και τώρα ξέρω πως.
Τα πιο μεγάλα όνειρα
τα κάνεις όταν όλοι σε ξεχνάνε
στης μοναξιάς τ’ απόβραδα
που οι σιωπές αδίσταχτα χτυπάνε.
Τα πιο μεγάλα όνειρα
ειν’ οι στιγμές που οι άλλοι σου `χουν κλέψει
και ζεις με τα υπόλοιπα
για να μη δεις, τι σου `χουν καταστρέψει.
Άρχισε πάλι να βραδιάζει
κι η πίκρα όνομα ν’ αλλάζει, πάνω στα χείλη μου
κι όσοι με πίκραναν μαζί σου
για να μετράς τη δύναμή σου, μοιάζουνε φίλοι μου.
Κι άρχισα όνειρα να κάνω,
δε θα πονέσω παραπάνω, και για κανένα πια
τον εαυτό μου θα κοιτάξω
δρόμο καινούριο θα χαράξω
κι όπου με πάει η καρδιά.