Στο λιθόστρωτο στρατί,
άι, στο δρόμο τον πλατύ,
άι, στο δρόμο το στρωτό
πάει η κόρη για νερό.
Πάει η κόρη για νερό
δροσερό και λαγαρό,
"στάσου κόρη", την καλεί
το πανέμορφο παιδί.
"Στάσου κόρη", την καλεί
το πανέμορφο παιδί,
"για νερό να `ρθώ κι εγώ,
δίπλα σου να περπατώ".
Παλληκάρι μου χαζό,
το κουτό σου το μυαλό,
μπρος στον κόσμο μη μιλείς
κι είναι ο γέρος στην αυλή.
Μπρος στον κόσμο μη μιλείς
κι είναι ο γέρος στην αυλή,
να σκαλίσω με καλεί
τα κρεμμύδια του στη γη.
Απ’ τον κήπο θα διαβώ
χορταράκι πράσινο,
αχ, αγάπη μου χρυσή,
γαϊτανόφρυδέ μου, εσύ.
Δώρο, μου `φερε, ακριβό,
δαχτυλίδι ολόχρυσο,
δαχτυλίδι ολόχρυσο,
το δωράκι τ’ ακριβό.
Τί `ν’ το δώρο τ’ ακριβό
μπρος στα μάτια π’ αγαπώ,
δαχτυλίδι δε φορώ,
σ’ αγαπώ χωρίς αυτό.