Νωχελικές οι ώρες
και πιάσαμε βυθό
με άσχετες κουβέντες
πως ν’ αναστατωθώ
Εχέμυθες οι σκέψεις
στεκούμενα νερά
κι αν τριγυρνάς στις όχθες
βάζει η καρδιά φτερά
Με λάσπες πάτα στο "εντάξει" μου
που άναψα κερί στη φτιάξη μου
πετρέλαιο ρίχνε στο μετάξι μου
και να
το "θέλω" μου το τάχα ανύποπτο
που δε φορούσε αλεξίπτωτο
στο πάτωμα ριγάει ανείπωτο
ξανά
Απάνω σου με δένει
μια νύχτα αμαρτωλή
όταν χιλιάδες γεύσεις
σου `ταξα στο φιλί
Βαρύ απωθημένο
να μ’ έχεις και να καις
Θεέ μου ζευγάρωνέ τες
τις δίδυμες ψυχές