’Εεεε γιώ-γιώ, γιώ Mαργιώ
κι ο Νικολής μας φώναζε, ένα σκοινί ακόμα.
H μάτσα πάει στο γιαλό και ποιος θα μας καλάρει
κι ο Nικολής μας φώναξε, να βγούμ’ από τ’ αμπάρι.
Ως κι ο καραβοκύρης μας κι αυτός κακό μας θέλει
θέλει πρωί, θέλει βραδύ, θέλει και μεσημέρι
θέλει και τα μεσάνυχτα, θέλει και χαρομέρι.
Η ψαροπούλα έρχεται και φέρνει τα καρβέλια
αν είν’ ζεστά και μαλακά, θα μπήξουμε τα γέλια.
Βρε έχω μούτσοι, δεν οφελούνε, βρε μόνο τα ψωμιά χαλούνε
βρε έχω χανατζή καμπούρη και πλωριό με δίχως μούρη.