Άρχοντας περιπλανητής, στους δρόμους χρόνια ζει
και το χαμένο ταίρι του στον κόσμο αναζητεί
εφτά ζευγάρια έλιωσε ποδήματα ακριβά
σε μια κορφή ανέβηκε τον ήλιο και ρωτά.
Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή
συνάντησες στο διάβα σου μια κόρη λυγερή
στην κρύα γη του φεγγαριού την είδες ν’ αγρυπνάει
στην έρημο γλυκό νερό αν τ’ αχείλι της διψάει
Το φως του ήλιου θάμπωσε σκοτείνιασε ο ουρανός
γκρεμός μπροστά μου άνοιξε
πως σκιάζομαι ο φτωχός
στο δάσος πίσω έτρεξα βαθιά για να κρυφτώ
σε μια πηγή ξαπόστασα κι έγειρα να πιω.
Εκεί αποκοιμήθηκε στης λίμνης το γιαλό
και το όνειρό του κύλησε μες στο θολό νερό
και στο βυθό συνάντησε του χάρου το σαράι
ο χάρος έπινε κρασί και κείνη τον κερνάει
Κρατώ κερί και φέγγω του γυαλί και τον κερνώ
μα άκουσα τη φωνούλα σου και γύρισα να δω
και μου ραγίζει το γυαλί σβήνεται το κερί
και χύνεται η σταγόνα του στα στήθη μου καυτή.
Κι ευθύς ραγίζει το γυαλί σβήνεται το κερί
και χύνεται η σταγόνα του στα στήθη της καυτή