Πάω στο σχολείο και με ρωτούν,
δάσκαλοι, δασκάλες με χειρουργούν,
πού την πας, παιδί μου, τη δουλειά,
παιδεία, αποστείρωση και αναισθητικά.
Μαθαίνω ν’ αγοράζω αγάπη της στιγμής,
μέσα από το βάραθρο μιας άλλης ενοχής,
έρχονται και φεύγουν τρύπιες εποχές,
έχω στίχο ακάλυπτο σαν τους ποιητές.
Πέφτω στους υφάλους της πολιτικής,
σπάω τον καθρέφτη της εξεταστικής,
έχω και ταξίμια για προοδευτικούς,
έχω ολισθήματα για οπισθοδρομικούς.
Τρέχω σε αδιέξοδο και ασφικτυώ,
κάποιοι με φωνάζουν μέσα απ’ το βωμό,
νιώθω μια θυσία δίχως τελειωμό,
είμαι μόνος, άκυρος, δίχως κωδικό.
Σας βαρέθηκα, τους βαρέθηκα,
τους βαρέθηκα, σας βαρέθηκα.
Βγαίνω από το κόμα με διαγραφή,
πάω για απόψυξη ιδεολογική,
γράφω δυο συνθήματα για παρηγοριά,
ένας μου την πέφτει για το Σακαφλιά.
Πελάτες της ομίχλης ζεϊμπέκικα ζητούν,
τραγούδια τηλεόρασης μήπως και τη βρουν,
λόγιοι και ποιητές παράξενα σιωπούν,
τα χρόνια να κυλάνε, στα δανεικά ορμούν.
Γίνεται σκοτάδι, κλείνει η σκηνή,
μια φωνή υπόσχεται κάπως σοβαρή,
γεννιέμαι και πεθαίνω στον ύπνο το βαθύ,
έχω όμως τρέλα που με συντηρεί.
Έχω μεγαλώσει με τρύπια μουσική,
στο λειψό τραγούδι που οχλαγωγεί,
κι όσο κι αν προσπάθησα να αποσυνδεθώ,
ρίχνω γκάζια του χαμού και ξαναλειτουργώ.
Σας βαρέθηκα, τους βαρέθηκα,
τους βαρέθηκα, σας βαρέθηκα. ( χ8 )